- φιλέσπερος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα βράδια, («ἴον, τὸ φιλέσπερον ἄνθος», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἕσπερος «βράδι, βραδινός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλέσπερος — fond of evening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέσπερον — φιλέσπερος fond of evening masc/fem acc sg φιλέσπερος fond of evening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεσπέρους — φιλέσπερος fond of evening masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)